- περισταδόν
- Αεπίρρ.1. καθώς στέκεται κανείς κυκλικά, γύρω από κάτι, καθώς στέκεται ή έρχεται ολόγυρα («οἱ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν», Ηρόδ.)2. από όλες τις πλευρές, από παντού («ἐβάλλοντο περισταδόν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-στα- τού περι-ίστημι (πρβλ. στά-δην) + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. παρα-στα-δόν)].
Dictionary of Greek. 2013.